Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
καταπλατύς
καταπλέκω
καταπλεονεκτέω
View word page
καταπλασμάτιον
κατα-πλασμάτιον, τό, Dim. of foreg., Sor. 1.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλασμάτιον
Headword (normalized):
καταπλασμάτιον
Headword (normalized/stripped):
καταπλασματιον
IDX:
54820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πλασμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.50 </a>.</div><br><br>'}