Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλατύνω
View word page
καταπλανάω
καταπλᾰνάω, strengthd. for πλανάω,
A). deceive, mislead, App.Prov. 1.50 (cod. C).


ShortDef

deceive, mislead

Debugging

Headword:
καταπλανάω
Headword (normalized):
καταπλανάω
Headword (normalized/stripped):
καταπλαναω
IDX:
54817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπλᾰνάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πλανάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deceive, mislead, App.Prov.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:1:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:1.50/canonical-url/"> 1.50 </a> (cod. C).</div> </div><br><br>'}