Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
καταπλαστός
καταπλαστύς
View word page
καταπλακών
καταπλᾰκών, aor. 2 part. (v. ἀμπλακεῖν); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) shd. be corrected thus: καταπλακών· διαμαρτών:—καταπτακών· καταπτήξας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπλακών
Headword (normalized):
καταπλακών
Headword (normalized/stripped):
καταπλακων
IDX:
54816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπλᾰκών</span>, aor. 2 part. (v. <span class="foreign greek">ἀμπλακεῖν</span>); the gloss of <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="etym greek">καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών</span>) shd. be corrected thus: <span class="foreign greek">καταπλακών· διαμαρτών</span>:—<span class="foreign greek">καταπτακών· καταπτήξας</span>.</div><br><br>'}