Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
καταπίστωσις
καταπιττόω
καταπλαγής
καταπλακών
καταπλανάω
κατάπλασις
κατάπλασμα
καταπλασμάτιον
καταπλασμός
καταπλάσσω
καταπλαστέον
καταπλάστης
View word page
καταπιττόω
καταπιττόω, Att. for καταπισσόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπιττόω
Headword (normalized):
καταπιττόω
Headword (normalized/stripped):
καταπιττοω
IDX:
54814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπιττόω</span>, Att. for <span class="foreign greek">καταπισσόω</span>.</div><br><br>'}