Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπιμελής
καταπίμελος
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστευτέον
καταπιστεύω
καταπιστόομαι
View word page
καταπιμελής
καταπῑμελ-ής, ές, = sq., Xenocr. ap. Orib. 2.58.148 ( Sup.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπιμελής
Headword (normalized):
καταπιμελής
Headword (normalized/stripped):
καταπιμελης
IDX:
54802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54803
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπῑμελ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Xenocr.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:58:148" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:58:148/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 2.58.148 </a> ( Sup.).</div><br><br>'}