Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκαλπίς
ἀγκάς
ἀγκή
ἀγκηθής
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
View word page
ἄγκαλος
ἄγκᾰλ-ος, ,
A). armful, bundle, h. Merc.82.


ShortDef

an armful, bundle

Debugging

Headword:
ἄγκαλος
Headword (normalized):
ἄγκαλος
Headword (normalized/stripped):
αγκαλος
IDX:
547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγκᾰλ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">armful, bundle, h. Merc.82.</span> </div> </div><br><br>'}