Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπιμελής
καταπίμελος
καταπίμπλημι
View word page
κατάπηρος
κατάπηρος, ον,
A). maimed, mutilated, Hp. ap. Erot.s.v.


ShortDef

maimed, mutilated

Debugging

Headword:
κατάπηρος
Headword (normalized):
κατάπηρος
Headword (normalized/stripped):
καταπηρος
IDX:
54794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maimed, mutilated</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> ap. Erot.s.v. </div> </div><br><br>'}