Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
κατάπικρος
καταπιλέω
καταπιμελής
View word page
καταπημαίνω
καταπημαίνω,
A). hurt, damage, in aor. 1 opt. καταπημήνειε, Hsch., Phot.


ShortDef

hurt, damage

Debugging

Headword:
καταπημαίνω
Headword (normalized):
καταπημαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταπημαινω
IDX:
54792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπημαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hurt, damage</span>, in aor. 1 opt. <span class="foreign greek">καταπημήνειε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}