Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
καταπιθανεύομαι
View word page
καταπηγάζω
καταπηγάζω,(πηγή)
A). form a spring, Stoic. 2.197 .


ShortDef

form a spring

Debugging

Headword:
καταπηγάζω
Headword (normalized):
καταπηγάζω
Headword (normalized/stripped):
καταπηγαζω
IDX:
54789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54790
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπηγάζω</span>,(<span class="etym greek">πηγή</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">form a spring,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 2.197 </span>.</div> </div><br><br>'}