Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
καταπιέζω
καταπίεσις
View word page
καταπεριπεφρονημένως
καταπερι-πεφρονημένως,
A). despisedly, v.l. for -μένος in Sch. Luc. Ind. 10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπεριπεφρονημένως
Headword (normalized):
καταπεριπεφρονημένως
Headword (normalized/stripped):
καταπεριπεφρονημενως
IDX:
54788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπερι-πεφρονημένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">despisedly</span>, v.l. for <span class="ref greek">-μένος</span> in Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg028:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg028:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ind.</span> 10 </a>.</div> </div><br><br>'}