Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
καταπήττω
καταπιαίνω
View word page
καταπεφνών
καταπεφνών,
A). v. κατέπεφνον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπεφνών
Headword (normalized):
καταπεφνών
Headword (normalized/stripped):
καταπεφνων
IDX:
54786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπεφνών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατέπεφνον</span> .</div> </div><br><br>'}