Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπημαίνω
κατάπηξ
κατάπηρος
View word page
καταπετροκοπέω
καταπετροκοπέω,
A). dash against rocks, D.S. 16.60 .


ShortDef

dash against rocks

Debugging

Headword:
καταπετροκοπέω
Headword (normalized):
καταπετροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
καταπετροκοπεω
IDX:
54784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπετροκοπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dash against rocks</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:16:60" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:16.60/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 16.60 </a>.</div> </div><br><br>'}