Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
καταπηγάζω
View word page
καταπέσημα
καταπέσημα, ατος, τό,
A). downfall, Com.Adesp. 621 (dub. l.).


ShortDef

downfall

Debugging

Headword:
καταπέσημα
Headword (normalized):
καταπέσημα
Headword (normalized/stripped):
καταπεσημα
IDX:
54779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπέσημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">downfall,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:621" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:621/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 621 </a> (dub. l.).</div> </div><br><br>'}