Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
καταπεριπεφρονημένως
View word page
καταπερπερεύομαι
καταπερπερεύομαι,
A). = περπερεύομαι , Com.Adesp. 1031 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπερπερεύομαι
Headword (normalized):
καταπερπερεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπερπερευομαι
IDX:
54778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπερπερεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περπερεύομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1031 </span>.</div> </div><br><br>'}