Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
καταπεφρονηκότως
View word page
καταπερονάω
καταπερονάω,
A). rivet, λαβίσι Plb. 6.23.11 .


ShortDef

rivet

Debugging

Headword:
καταπερονάω
Headword (normalized):
καταπερονάω
Headword (normalized/stripped):
καταπεροναω
IDX:
54777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπερονάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rivet</span>, <span class="quote greek">λαβίσι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:6:23:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:6:23:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 6.23.11 </a> .</div> </div><br><br>'}