Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
καταπετρόω
καταπεφνών
View word page
καταπερίξυσις
καταπερί-ξῠσις, εως, ,
A). v.l. for κατάξυσις , scarification, Sch. Od. 24.229 (pl.).


ShortDef

scarification

Debugging

Headword:
καταπερίξυσις
Headword (normalized):
καταπερίξυσις
Headword (normalized/stripped):
καταπεριξυσις
IDX:
54776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπερί-ξῠσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">κατάξυσις</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">scarification</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:24:229" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:24.229/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 24.229 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}