Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
καταπέτομαι
καταπετροκοπέω
View word page
καταπερίειμι
καταπερί-ειμι,
A). surpass, have the advantage of, τινος Plb. 5.67.2 .


ShortDef

surpass, have the advantage of

Debugging

Headword:
καταπερίειμι
Headword (normalized):
καταπερίειμι
Headword (normalized/stripped):
καταπεριειμι
IDX:
54774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπερί-ειμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">surpass, have the advantage of</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:5:67:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:5:67:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 5.67.2 </a>.</div> </div><br><br>'}