Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
καταπετάννυμι
καταπέτασμα
View word page
καταπεραίωσις
καταπεραί-ωσις, εως, ,
A). conclusion, close, τῆς λέξεως εἰς τέλειον ib. 5 .


ShortDef

conclusion, close

Debugging

Headword:
καταπεραίωσις
Headword (normalized):
καταπεραίωσις
Headword (normalized/stripped):
καταπεραιωσις
IDX:
54772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπεραί-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conclusion, close</span>, <span class="foreign greek">τῆς λέξεως εἰς τέλειον</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:5/canonical-url/"> 5 </a>.</div> </div><br><br>'}