Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
καταπέσσω
View word page
κατάπερ
κατάπερ
, Ion. for
καθάπερ
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατάπερ
Headword (normalized):
κατάπερ
Headword (normalized/stripped):
καταπερ
IDX:
54770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάπερ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθάπερ</span> (q.v.).</div><br><br>'}