Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπελταφεσία
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
καταπερπερεύομαι
καταπέσημα
View word page
καταπεπυκασμένως
καταπεπῠκασμένως,(πυκάζω)
A). covertly, slily, f.l. in Poll. 4.51 .


ShortDef

covertly, slily

Debugging

Headword:
καταπεπυκασμένως
Headword (normalized):
καταπεπυκασμένως
Headword (normalized/stripped):
καταπεπυκασμενως
IDX:
54769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπεπῠκασμένως</span>,(<span class="etym greek">πυκάζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covertly, slily</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.51/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.51 </a>.</div> </div><br><br>'}