Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπελματόομαι
καταπελτάζω
καταπελταφεσία
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
καταπερονάω
View word page
καταπεπτηυῖα
καταπεπτηυῖα
, Ep. fem. pf. part. of
καταπτήσσω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπεπτηυῖα
Headword (normalized):
καταπεπτηυῖα
Headword (normalized/stripped):
καταπεπτηυια
IDX:
54767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54768
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπεπτηυῖα</span>, Ep. fem. pf. part. of <span class="foreign greek">καταπτήσσω</span>.</div><br><br>'}