Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπελεμίζω
καταπελματόομαι
καταπελτάζω
καταπελταφεσία
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
κατάπερ
καταπεραιόω
καταπεραίωσις
καταπέρδομαι
καταπερίειμι
καταπεριΐστημι
καταπερίξυσις
View word page
καταπεπλανημένως
καταπεπλᾰνημένως,
A). erroneously, f.l.for sq., in Poll. 4.51 . καταπεπλασμένως, affectedly, ibid.


ShortDef

erroneously

Debugging

Headword:
καταπεπλανημένως
Headword (normalized):
καταπεπλανημένως
Headword (normalized/stripped):
καταπεπλανημενως
IDX:
54766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπεπλᾰνημένως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">erroneously</span>, f.l.for sq., in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.51/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.51 </a>. <span class="orth greek">καταπεπλασμένως</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">affectedly</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}