Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπειράζω
καταπειράομαι
καταπειρασμός
καταπειρατηρία
καταπείρω
κατάπεισις
καταπελεκάω
καταπελεμίζω
καταπελματόομαι
καταπελτάζω
καταπελταφεσία
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
καταπεπτηυῖα
καταπέπτω
καταπεπυκασμένως
View word page
καταπελταφεσία
κατα-πελταφεσία, κατα-πελταφέτης, κατα-πέλτης, κατα-πελτικός,
A). v. καταπαλτ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπελταφεσία
Headword (normalized):
καταπελταφεσία
Headword (normalized/stripped):
καταπελταφεσια
IDX:
54759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πελταφεσία</span>, <span class="orth greek">κατα-πελταφέτης</span>, <span class="orth greek">κατα-πέλτης</span>, <span class="orth greek">κατα-πελτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταπαλτ-</span> .</div> </div><br><br>'}