Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπείθω
καταπειλέω
κατάπειρα
καταπειράζω
καταπειράομαι
καταπειρασμός
καταπειρατηρία
καταπείρω
κατάπεισις
καταπελεκάω
καταπελεμίζω
καταπελματόομαι
καταπελτάζω
καταπελταφεσία
κατάπεμνοι
καταπεμπτέος
κατάπεμπτος
καταπέμπω
καταπενθέω
καταπεπαίνω
καταπεπλανημένως
View word page
καταπελεμίζω
καταπελεμίζω, strengthd. for πελεμίζω, A.R. 2.91 (tm.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπελεμίζω
Headword (normalized):
καταπελεμίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπελεμιζω
IDX:
54756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπελεμίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">πελεμίζω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2:91" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2.91/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 2.91 </a> (tm.).</div><br><br>'}