καταπειράζω
καταπειρ-άζω, fut.
A). -πειράσω :— 30.34 make an attempt on, τήν τινος ψῆφον l. c.; τοὺς τόπους 2 Ma. 13.18 ; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien. 111.135 (i B. C.).
2). c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, , 4.11.6 4.13.5 , cf. PAmh. 2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., ap. . 10.40.5