Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
καταπατητής
καταπάτιον
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαυστέον
καταπαυστήριον
καταπαυστικός
καταπαύω
καταπεδάω
καταπεζεύω
καταπεζομαχέω
καταπειθής
View word page
καταπάτιον
καταπάτιον,
A). v. καταπάγιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταπάτιον
Headword (normalized):
καταπάτιον
Headword (normalized/stripped):
καταπατιον
IDX:
54734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπάτιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταπάγιον</span> .</div> </div><br><br>'}