Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασμός
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
καταπατάκτην
καταπατέω
καταπάτημα
καταπάτησις
καταπατητέος
καταπατητής
View word page
καταπασμός
κατα-πασμός
,
ὁ
, prob.
A).
f.l. for
κατασπασμός
,
Cael.Aur.
TP
1.166
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπασμός
Headword (normalized):
καταπασμός
Headword (normalized/stripped):
καταπασμος
IDX:
54723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54724
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-πασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">κατασπασμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cael.Aur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">TP</span> 1.166 </span>.</div> </div><br><br>'}