Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπάλλομαι
καταπάλμενος
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασμός
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
κατάπαστος
View word page
καταπάομαι
καταπάομαι,
A). gain possession of, in aor. 1 -επάσατο, Hsch.


ShortDef

gain possession of

Debugging

Headword:
καταπάομαι
Headword (normalized):
καταπάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπαομαι
IDX:
54717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gain possession of</span>, in aor. 1 <span class="foreign greek">-επάσατο</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}