Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπάλμενος
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασμός
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
καταπαστέον
View word page
κατάπαξ
κατ-άπαξ,
A). = καθάπαξ , Ath.Mitt. 49.3 (Attica, iv B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάπαξ
Headword (normalized):
κατάπαξ
Headword (normalized/stripped):
καταπαξ
IDX:
54716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54717
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-άπαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καθάπαξ</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ath.Mitt.</span> 49.3 </span> (Attica, iv B. C.).</div> </div><br><br>'}