Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπάλμενος
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασμός
καταπασσαλεύω
καταπάσσω
View word page
καταπανουργεύω
καταπᾰνουργ-εύω,
A). act villainously, Suid.


ShortDef

act villainously

Debugging

Headword:
καταπανουργεύω
Headword (normalized):
καταπανουργεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπανουργευω
IDX:
54715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπᾰνουργ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">act villainously</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}