Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπάλμενος
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
καταπασμός
καταπασσαλεύω
View word page
καταπανουργεύομαι
καταπᾰνουργ-εύομαι,
A). devise villainously, ἐπὶ τὸν λαὸν κ. γνώμην LXX Ps. 82(83).3 .


ShortDef

devise villainously

Debugging

Headword:
καταπανουργεύομαι
Headword (normalized):
καταπανουργεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταπανουργευομαι
IDX:
54714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπᾰνουργ-εύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devise villainously</span>, <span class="quote greek">ἐπὶ τὸν λαὸν κ. γνώμην</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg027:82(83).3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg027:82(83).3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 82(83).3 </a> .</div> </div><br><br>'}