Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταπαίω
καταπακτός
καταπαλαιόομαι
καταπαλαίω
καταπαλλακεύω
καταπάλλομαι
καταπάλμενος
καταπαλταφεσία
καταπαλταφέτης
καταπάλτης
καταπαλτός
καταπαννυχίζω
καταπανουργεύομαι
καταπανουργεύω
κατάπαξ
καταπάομαι
καταπαραλλήλως
καταπαρμός
κατάπαρσις
καταπαρτέον
κατάπασμα
View word page
καταπαλτός
καταπαλτός, , όν,
A). hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid. Or. 36(48).53 .


ShortDef

hurled down

Debugging

Headword:
καταπαλτός
Headword (normalized):
καταπαλτός
Headword (normalized/stripped):
καταπαλτος
IDX:
54712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταπαλτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hurled down</span>, <span class="foreign greek">ἐξ αἰθέρος ὕδωρ</span> A.ap.Aristid. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 36(48).53 </span>.</div> </div><br><br>'}