Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπ
ἀμπαδίην
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαιστήρ
ἀμπαλίνορρος
ἄμπαλος
ἀμπανάμενος
ἄμπανσις
ἀμπάξαι
ἄμπαυμα
ἀμπεδίον
ἄμπειρα
ἀμπείρω
ἀμπελάνθη
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
ἀμπελεών
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
View word page
ἀμπάξαι
ἀμπάξαι· παῦσαι ( Lacon.), Hsch.; cf. ἀμπάζονται.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπάξαι
Headword (normalized):
ἀμπάξαι
Headword (normalized/stripped):
αμπαξαι
IDX:
5470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπάξαι·</span> <span class="foreign greek">παῦσαι</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀμπάζονται.</span> </div><br><br>'}