καταπάλλομαι
καταπάλλομαι, Pass.,
A). dart down, ἅρπῃ ἐϊκυῖα .. οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο ( Ep. aor. 2) (but this form shd. perh. be referred to 19.351 κατεφάλλομαι, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται PMag.Berol. 2.95 : aor. 1, ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου leapt down from, D. 18.13 .