Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμόχθητος
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπ
ἀμπαδίην
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαιστήρ
ἀμπαλίνορρος
ἄμπαλος
ἀμπανάμενος
ἄμπανσις
ἀμπάξαι
ἄμπαυμα
ἀμπεδίον
ἄμπειρα
ἀμπείρω
ἀμπελάνθη
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
ἀμπελεών
ἀμπελικός
View word page
ἄμπανσις
ἄμπανσις, ἀμπαντός, ἀμπαντύς,
A). v. ἀμφ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμπανσις
Headword (normalized):
ἄμπανσις
Headword (normalized/stripped):
αμπανσις
IDX:
5469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄμπανσις</span>, <span class="orth greek">ἀμπαντός</span>, <span class="orth greek">ἀμπαντύς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀμφ-.</span> </div> </div><br><br>'}