καταξύω
κατα-ξύω,
II). polish, smooth, plane down, HP 3.15.2 , :— Pass., 2.13 σανὶς -εξυσμένη εἰς εὐθεῖαν τομήν ; 27 γλῶσσα -εξυσμένη ὑπὸ τέκτονος Ep.Je. 8 .
III). Pass., of land, to be eroded, (ii B.C.), etc. 74.52
IV). Pass., to be worried, πράγματι POxy. 525.4 (ii A.D.); καταξύομαι μὴ ὁρῶν σε ib. 1676.24 (iii A.D.).