Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
κατάορος
καταπάγιος
καταπάγιον
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
κατάπαις
View word page
καταξυστικῶς
κατα-ξυστικῶς,
A). v.l. for -ξεστικῶς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταξυστικῶς
Headword (normalized):
καταξυστικῶς
Headword (normalized/stripped):
καταξυστικως
IDX:
54691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ξυστικῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">-ξεστικῶς</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}