Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
κατάορος
καταπάγιος
καταπάγιον
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
καταπαίζω
View word page
καταξυσμός
κατα-ξυσμός
,
ὁ
,
A).
scarification
,
Sor.
ap.
Gal.
12.415
.
ShortDef
scarification
Debugging
Headword:
καταξυσμός
Headword (normalized):
καταξυσμός
Headword (normalized/stripped):
καταξυσμος
IDX:
54690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54691
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ξυσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scarification</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.415 </span>.</div> </div><br><br>'}