Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
κατάορος
καταπάγιος
καταπάγιον
καταπαγκρατιάζω
καταπαιγμός
καταπαιδεραστέω
καταπαιδεύω
View word page
καταξυσμή
κατα-ξυσμή, ,
A). gloss on δρυφή , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταξυσμή
Headword (normalized):
καταξυσμή
Headword (normalized/stripped):
καταξυσμη
IDX:
54689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ξυσμή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δρυφή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}