Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμοχθεί
ἀμόχθητος
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπ
ἀμπαδίην
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαιστήρ
ἀμπαλίνορρος
ἄμπαλος
ἀμπανάμενος
ἄμπανσις
ἀμπάξαι
ἄμπαυμα
ἀμπεδίον
ἄμπειρα
ἀμπείρω
ἀμπελάνθη
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
ἀμπελεών
View word page
ἀμπανάμενος
ἀμπανάμενος,
A). v. ἀναφαίνομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπανάμενος
Headword (normalized):
ἀμπανάμενος
Headword (normalized/stripped):
αμπαναμενος
IDX:
5468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπανάμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναφαίνομαι.</span> </div> </div><br><br>'}