Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
κατάορος
καταπάγιος
View word page
καταξύλωσις
καταξῠ/λ-ωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
δόκωσις
,
IG
4.1485.130
(Epid.);
κ. ἐπὶ στέγης
,
tignatio,
Gloss.
ShortDef
tignatio
Debugging
Headword:
καταξύλωσις
Headword (normalized):
καταξύλωσις
Headword (normalized/stripped):
καταξυλωσις
IDX:
54684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54685
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταξῠ/λ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δόκωσις</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.1485.130 </span> (Epid.); <span class="foreign greek">κ. ἐπὶ στέγης</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">tignatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}