Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
κατάορος
View word page
κατάξυλος
κατάξῠλ-ος, ον,
A). gloss on ἄξυλος , Sch.D Il. 11.155 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάξυλος
Headword (normalized):
κατάξυλος
Headword (normalized/stripped):
καταξυλος
IDX:
54683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάξῠλ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἄξυλος</span> , Sch.D<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:11:155" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:11.155/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 11.155 </a>.</div> </div><br><br>'}