Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταξεστικῶς
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
κατάξυλος
καταξύλωσις
καταξυράω
κατάξυροι
κατάξυσις
κατάξυσμα
καταξυσμή
καταξυσμός
καταξυστικῶς
καταξύω
View word page
καταξυή
κατα-ξῠή, , = foreg., πλίνθου ib. 67 (ibid., ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταξυή
Headword (normalized):
καταξυή
Headword (normalized/stripped):
καταξυη
IDX:
54682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ξῠή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="foreign greek">πλίνθου</span> ib.<span class="bibl"> 67 </span> (ibid., ii B.C.).</div><br><br>'}