καταξέω
κατα-ξέω,
A). polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG 12.374.221 , cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet. 7.59 :— Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Milet p.163 , cf. : metaph., of style, 2.953b τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.- Vit.Hom. 72 .