Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξεστικῶς
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
κάταξις
καταξίωσις
καταξοή
καταξυή
View word page
καταξεστικῶς
κατα-ξεστικῶς, Adv.,
A). gloss on ἀμύξ , Sch. Nic. Th. 131 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταξεστικῶς
Headword (normalized):
καταξεστικῶς
Headword (normalized/stripped):
καταξεστικως
IDX:
54672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ξεστικῶς</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀμύξ</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:131" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:131/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 131 </a>.</div> </div><br><br>'}