Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταντλητικός
κάταντλος
καταντροκύ
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξεστικῶς
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
View word page
κατανωτιστής
κατανωτ-ιστής, οῦ, ,
A). one who despises, παντὸς δικαίου Dicaearch. 1.14 .


ShortDef

one who despises

Debugging

Headword:
κατανωτιστής
Headword (normalized):
κατανωτιστής
Headword (normalized/stripped):
κατανωτιστης
IDX:
54668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανωτ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who despises</span>, <span class="quote greek">παντὸς δικαίου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0066.tlg001:1:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0066.tlg001:1.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dicaearch.</span> 1.14 </a> .</div> </div><br><br>'}