Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάντλησις
καταντλητέον
καταντλητικός
κάταντλος
καταντροκύ
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξέσματα
καταξεστικῶς
καταξέω
καταξηραίνω
κατάξηρος
καταξιοπιστέομαι
View word page
κατανωτίδιος
κατανωτ-ίδιος (v.l. κατανωτ-ιαῖοςrpar;, ον,
A). on the back, Poll. 1.148 .


ShortDef

on the back

Debugging

Headword:
κατανωτίδιος
Headword (normalized):
κατανωτίδιος
Headword (normalized/stripped):
κατανωτιδιος
IDX:
54666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανωτ-ίδιος</span> (v.l. <span class="orth greek">κατανωτ-ιαῖος</span>rpar;, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on the back</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:148" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.148/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.148 </a>.</div> </div><br><br>'}