Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
κατάντλησις
καταντλητέον
καταντλητικός
κάταντλος
καταντροκύ
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
καταξαίνω
View word page
κάταντλος
κάταντλ-ος, ον,
A). = ὑπέραντλος , Poll. 1.113 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάταντλος
Headword (normalized):
κάταντλος
Headword (normalized/stripped):
καταντλος
IDX:
54659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάταντλ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπέραντλος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:113" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.113/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.113 </a>.</div> </div><br><br>'}