Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
κατάντλησις
καταντλητέον
καταντλητικός
κάταντλος
καταντροκύ
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
κατανωτίδιος
κατανωτίζομαι
κατανωτιστής
View word page
καταντλητικός
καταντλ-ητικός, , όν,
A). of or for douching, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.113 .


ShortDef

of or for douching

Debugging

Headword:
καταντλητικός
Headword (normalized):
καταντλητικός
Headword (normalized/stripped):
καταντλητικος
IDX:
54658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταντλ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for douching</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.Med.</span> </span> in<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.113 </span>.</div> </div><br><br>'}