Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
κατάντλησις
καταντλητέον
καταντλητικός
κάταντλος
καταντροκύ
κατανυκτικός
κατάνυξις
κατανύσσω
κατανυστάζω
κατανύω
View word page
κατάντλημα
κατάντλ-ημα, ατος, τό,
A). douche, Dsc. 1.104 .


ShortDef

douche

Debugging

Headword:
κατάντλημα
Headword (normalized):
κατάντλημα
Headword (normalized/stripped):
καταντλημα
IDX:
54655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάντλ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">douche</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.104 </span>.</div> </div><br><br>'}